Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου το 413 π.Χ περίπου 20.000 Αθηναίοι δούλοι αυτομόλησαν στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει στρατιωτικό οχυρό στη Δεκέλεια (Θουκυδίδης «Ιστορία 7η εδάφιο 9») . Η ενέργειά τους αυτή είχε σχέση με τις συνθήκες τις οποίες εβίωναν ως δούλοι στο Αθηναϊκό καθεστώς και την αναζήτηση σωτηρίας στους Σπαρτιάτες. Το συγκεκριμένο όμως γεγονός αποσιωπάται από τις συνήθεις περιγραφές που αφορούν στην Σπάρτη και έχουν σχέση με τους είλωτες και τις «εξαιρετικά σκληρές συνθήκες εργασίας».
Πρέπει να γίνει σαφές ότι οι είλωτες απολάμβαναν σημαντικά προνόμια σε αντίθεση με τους δούλους σε άλλες περιοχές της Ελλάδος. Κατ’ αρχήν ζούσαν με τις οικογένειές τους, μπορούσαν να παντρευτούν κατά βούληση και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Επίσης εξίσου σημαντικό……….μπορούσαν να κρατήσουν το ήμισυ των κερδών τους. Τα συγκεκριμένα έσοδα είχαν αξία, καθότι με αυτά 6.000 περίπου είλωτες το 369 π.Χ εξαγόρασαν την ελευθερία τους έναντι αντιτίμου πέντε αττικών μνών σύμφωνα με τον Ξενοφώντα. Τονίζεται ότι στην αρχαία Σπάρτη το νόμισμα υπήρχε τύποις (κατασκευή από σίδηρο εξαιρετικά βαρύ και δύσχρηστο) διότι το οικονομικό μοντέλο της Σπάρτης εστηρίζετο στην εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνατοτήτων και περιφρονούσε την συσσώρευση πλούτου. Όποτε δε χρησιμοποιείτο………..η χρήση του ήταν συμβολική και ουδεμία αξία είχε εκτός Σπάρτης. Ενδεικτικά για την μεταφορά νομισμάτων αξίας δέκα αττικών μνών (περίπου χίλιες δραχμές) χρειαζόταν βαγόνι μεταφοράς.
Κατ’ αρχήν είναι χρήσιμο να γίνει διευκρίνιση όσον αφορά στους όρους δούλος και είλωτας.
Δούλος: Εκ του αρχαίου «δόελος» σήμαινε αυτόν ο οποίος δεν είχε ανθρώπινη υπόσταση και ανήκε δίκην περιουσιακού στοιχείου στον ιδιοκτήτη.
Είλωτας: Εκ του αρχαίου «είλως» ήσαν οι δημόσιοι εργάτες της Σπάρτης, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τα κτήματα των γαιοκτημόνων και απέδιδαν τμήμα των εσόδων σε αυτούς. Απαγορευόταν στους πολίτες της Σπάρτης να διατηρούν προσωπικούς δούλους καθόσον το καθεστώς ιδιωτικής δουλείας απαγορευόταν δια νόμου (νόμος περί ξενηλασίας).
Σε αντίθεση με τους είλωτες οι δούλοι δεν είχαν οικογενειακή ζωή και τα παιδιά τους ανήκαν – κυριολεκτικά – στα αφεντικά. Όσον αφορά στους καρπούς της εργασίας τους, τα δεδουλευμένα εισπράττονταν από τα αφεντικά ακόμη και στην περίπτωση που εξαγόραζαν την ελευθερία τους, έπρεπε να πληρώσουν το ήμισυ των κερδών στα πρώην αφεντικά μετά την απελευθέρωση. Στην Αθήνα εξάλλου επιτρεπόταν οι δούλοι να βασανίζονται ως αποδεικτικό στοιχείο σε δίκες κατά των αφεντικών τους, επειδή οι Αθηναίοι πίστευαν ότι η κατάθεση ενός σκλάβου ήταν άχρηστη, εκτός εάν προήρχετο κατόπιν βασανιστηρίων……μια παράξενη και ανατριχιαστική συμπεριφορά ανθρώπου προς συνάνθρωπο.
Πρέπει να σημειωθεί επιπλέον, ότι η οικονομία της Αθήνας δεν ήταν λιγότερο εξαρτημένη από τους σκλάβους από ότι η αντίστοιχη της Σπάρτης στους είλωτες. Οι δούλοι των Αθηνών εργάζονταν σε μεταλλεία αργύρου – κάτω από άθλιες συνθήκες και απάνθρωπη συμπεριφορά. Επίσης απασχολούνταν σε γεωργικές εργασίες και επάνδρωναν τα αντίστοιχα εργαστήρια, τα οποία έκαναν την Αθήνα να φημίζεται για τις βιοτεχνίες της. Ακόμα και τα αγάλματα στην Ακρόπολη, το μέγιστο αρχαιολογικό επίτευγμα όλου του κόσμου, ήταν αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της εργασίας των δούλων, οι οποίοι κέρδισαν “μισθούς” μόνο προς όφελος του κυρίου τους.
Οι υπερασπιστές του Αθηναϊκού πολιτισμού έχουν την τάση να προβάλλουν τα επιχειρήματα…………ότι οι νόμοι της Αθήνας απαγόρευαν την εκτέλεση των δούλων και ουδείς άλλος πλην του κυρίου επιτρεπόταν να δέρνει έναν δούλο……ενώ σε αντίθεση στην Σπάρτη η πολιτεία κήρυττε πόλεμο εναντίον των ειλώτων και επιπλέον είχε συσταθεί ειδική οργάνωση η «Κρυπτεία» προκειμένου να καταστέλλει τυχόν εξεγέρσεις τους. Όντως αυτά τα μέτρα των Σπαρτιατών ήσαν σκληρά αλλά πρέπει να αξιολογηθούν – εξετασθούν αντικειμενικά.
Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τόσο η ετήσια κήρυξη πολέμου, όσο και η δημιουργία της «Κρυπτείας» χρονολογούνται μετά την ημερομηνία της εξέγερσης των ειλώτων το 465 π.Χ και δεν εντάσσονται στην Χρυσή Εποχή της Σπάρτης, την αρχαϊκή περίοδο. Δεύτερον ακόμη και μετά την εξέγερση των ειλώτων και την έναρξη της παρακμής, είναι γνωστό μόνο ένα περιστατικό κατά το οποίο εκτελέσθηκαν είλωτες χωρίς αιτία. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη περίπου το 425 π.Χ 2.000 είλωτες υποκινούμενοι να πιστέψουν ότι επρόκειτο να απελευθερωθούν, αφού συγκεντρώθηκαν και παρήλασαν στην πόλη της Σπάρτης κατόπιν εξαφανίζονται μυστηριωδώς, εγείροντας υπόνοιες ότι εκτελέσθηκαν.
Εάν αυτό συνέβη πραγματικά, όπως περιγράφεται, αποτελεί πρωτοφανή αγριότητα. Εκτός όμως αυτής της θηριωδίας, είναι χρήσιμο να αντιπαρατεθεί η σφαγή ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού του νησιού, πόλης – κράτους της Μήλου από τους Αθηναίους το 416 π.Χ. Η Μήλος ήταν μια ελεύθερη πόλη και το μόνο «έγκλημα» που διέπραξε ήταν να παραμείνει ουδέτερη στον Πελοποννησιακό πόλεμο αν και φίλα προσκείμενη στην Σπάρτη. Ωστόσο η Αθήνα υπέταξε την πόλη, σφαγιάσθηκαν τα ενήλικα αρσενικά και όλες οι γυναίκες και τα παιδιά τους μετατράπηκαν σε δούλοι. Μια θηριωδία εξίσου στυγερή όσο και η εξαφάνιση των 2.000 ειλώτων.
Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει για το τι συνέβη στη Μήλο. Υπάρχουν πολλές πηγές οι οποίες αναφέρουν την περαιτέρω «τύχη» των απαχθέντων και φωτίζουν τη βιαιότητα του γεγονότος. Αλλά η ιστορία των 2.000 ειλώτων έχει μόνο μία – και αξιόπιστη – πηγή……τον Θουκυδίδη. Ο οποίος κατά την χρονολόγηση του περιστατικού πρέπει να «ήταν απών» επειδή ακριβώς την ίδια χρονική περίοδο (περίπου 425 – 424 π.Χ) ο στρατηγός Βρασίδας στρατολογούσε είλωτες – κάτι που ολοκλήρωσε με επιτυχία. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα «γιατί νεαροί άνδρες ήταν πρόθυμοι να στρατολογηθούν εθελοντικά προκειμένου να πολεμήσουν με τον Βρασίδα (το οποίο σίγουρα έκαναν) εφόσον μόλις είχαν δει 2.000 από τους συντρόφους τους να σφαγιάζονται;» Συνεπώς ο Θουκυδίδης αναφερόταν σε κάποιο περιστατικό που είχε συμβεί σε άγνωστο χρονικό διάστημα στο παρελθόν.
Αυτό αποτελεί μια εξήγηση, καθότι αφού οι είλωτες του Βρασίδα είχαν αποδείξει την αξία τους ως στρατιώτες, δηλαδή είχαν αποδείξει πως μπορούσαν να είναι Σπαρτιάτες, περίπου 700 από αυτούς απελευθερώθηκαν κατόπιν ψηφοφορίας στην Απέλλα. Αυτό σημαίνει ότι αν ο Θουκυδίδης είναι σωστός και οι Σπαρτιάτες φοβούμενοι τους «ισχυρούς – δυνατούς είλωτες» έσφαξαν 2.000 από αυτούς πριν μπορέσουν να φέρουν όπλα……το 421 π.Χ η πλειοψηφία των Σπαρτιατών πολιτών δεν είχε κανέναν ενδοιασμό στην απελευθέρωση 700 ειλώτων, που όχι μόνο ήσαν δυνατοί, αλλά εκπαιδευμένοι και έμπειροι στην μάχη. Η αντίφαση είναι προφανής.
Είναι πιθανόν ο Θουκυδίδης να περιέγραφε κάποιο περιστατικό και είναι σχεδόν βέβαιο ότι το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που είχε ήταν φήμες. Ο σύγχρονος ιστορικός δεν θα πρέπει να αποκλείσει το ενδεχόμενο η εν λόγω «θηριωδία» να ήταν είτε μια υπερβολή ή απλώς «εξωτερικά εκπορευόμενη» προπαγάνδα.
Λέγοντας «εξωτερικά εκπορευόμενη» αναφερόμαστε στην Αθήνα την μόνη πόλη που είχε όφελος από την διάδοση αυτής της φήμης. Την Αθήνα την οποία το 413 π.Χ εγκαταλείπουν μαζικά 20.000 δούλοι. Οι οποίοι παραδιδόμενοι στο έλεος των Σπαρτιατών σίγουρα δεν περίμεναν να εκτελεσθούν, καθότι είτε δεν είχαν ακούσει τις «φήμες» είτε απλώς δεν πίστεψαν σε αυτές……………και μάλλον συνέβη το δεύτερο.
Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει ποια ήταν η κατάληξη των 20.000 δούλων. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι ο πληθυσμός των πολιτών της Σπάρτης είχε ήδη μειωθεί δραματικά από το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα ενώ ακόμη και τότε η Σπάρτη εξακολουθούσε να πολεμά και να κερδίζει μάχες. Το έπραττε βασιζόμενη ολοένα και περισσότερο στους μη – πολίτες στρατιώτες και στον στόλο που στελεχωνόταν ως επί το πλείστον από μη Σπαρτιάτες. Επίσης την συγκεκριμένη περίοδο εμφανίζονται οι «Νεοδαμώδεις» (εκ του νέος + δάμος=δήμος) μία κοινωνική ομάδα την οποία αποτελούσαν είλωτες οι οποίοι είχαν κερδίσει την ελευθερία τους υπηρετώντας στον Σπαρτιατικό στρατό. Μπορούμε λοιπόν άνετα να υποθέσουμε ότι ορισμένοι εξ’ αυτών προήρχοντο από τους 20.000 αυτόμολους Αθηναίους δούλους………..γεγονός το οποίο εφόσον ισχύει τότε όντως «βρήκαν την ελευθερία τους στην Σπάρτη».