Tου Δημήτρη Καμπουράκη
Αν το μεσημέρι που επιστρέφετε σπίτι αισθάνεστε βρώμικοι και θέλετε οπωσδήποτε να τρέξετε στο μπάνιο για ένα γρήγορο ντους, πρέπει να μακαρίζετε τον εαυτό σας που δεν ζούσατε σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πόλη από τον μεσαίωνα μέχρι και τον 18ο αιώνα. Μετά την κλασική ελληνική αρχαιότητα, τη Ρώμη και το Βυζάντιο όπου η προσωπική καθαριότητα εθεωρείτο επιβεβλημένη και τα δημόσια λουτρά ήταν ολόκληροι κοινωνικοί θεσμοί, η Ευρώπη κατρακύλησε στην απόλυτη βρωμιά και δυσωδία. Με πρωτεργάτη την εκκλησία που θεωρούσε την απογύμνωση το πρώτο στάδιο για ν’ ακολουθήσουν μιαρές πράξεις και με την συνεπικουρία μιας κομπογιαννίτικης ιατρικής πολύ κατώτερης του Ιπποκράτη και του Γαληνού, η επαφή του ανθρωπίνου σώματος με το νερό θεωρήθηκε πρακτική επιβλαβής για την υγεία και πράξη βαθιά αμαρτωλή.
Για πολλές αιώνες, οι άνθρωποι του χριστιανικού και βαρβαρικού κόσμου δεν πλένονταν καθόλου, ενώ παράλληλα ζούσαν σε πόλεις και χωριά που έζεχναν από τα σκουπίδια και τα περιττώματα. Αναφερόμαστε όχι μόνο στις φτωχές λαϊκές τάξεις, αλλά και στις ανώτερες. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος 13ος έκανε μπάνιο κάθε πέντε χρόνια και ο βασιλιάς Ήλιος Λουδοβίκος 14ος είχε κάνει δύο μόλις μπάνια στη ζωή του μετά από ιατρική υπόδειξη, τα οποία και θεώρησε ζοφερή εμπειρία. Ο Ερρίκος Ε’ της Αγγλίας τον 15ο αιώνα απαγόρευσε με βασιλικό διάταγμα τα μπάνια στο Λονδίνο. Οι άνθρωποι επίσης δεν έλουζαν ποτέ τα μαλλιά τους. Όταν η λίγδα πάνω στο κεφάλι γινόταν στρώμα, οι πλούσιοι έριχναν πούδρα και οι φτωχοί πριονίδι για να στερεοποιηθεί και μετά την απομάκρυναν με χτένισμα. Οι φτωχοί δεν έπλεναν ούτε τα ρούχα τους, ενώ οι πλούσιοι φρόντιζαν να είναι σχετικά καθαρά τα ρούχα που φαίνονταν. Το 1767, ο Γάλλος βαρόνος Σομπέρ άλλαζε πουκάμισο και κολάρο κάθε δύο μέρες, αλλά σώβρακο κάθε τέσσερις βδομάδες. Όταν η μασχάλη μύριζε τραγίλα την έξυναν μ’ ένα ξυστρί, ενώ οι ευγενείς έριχναν μπουκάλια από αρώματα πάνω τους για να μυρίζουν λιγότερο. Τουλάχιστον, στα μέσα του 17ου αιώνα εμφανίστηκε η πετσέτα του τραπεζιού και εγκαταλείφθηκε σταδιακά η τρομερή συνήθεια, κατά τη διάρκεια των δείπνων να σκουπίζουν τα λαδωμένα χέρια τους στα πουκάμισα και τα σακάκια τους. Φυσικά, η απλυσιά αυτή είχε γίνει μέρος και της κρατούσας ερωτικής αισθητικής. Όποια γυναίκα πλενόταν συχνά ονομαζόταν παστρικιά, δηλαδή πόρνη. Αντιθέτως, όσο πιο άπλυτη και απεριποίητη ήταν μια γυναίκα στις κρυφές της περιοχές, τόσο πιο ενάρετη θεωρούνταν. Όσο για τους άνδρες συζύγους, θεωρούσαν τη βρωμιά και τη δυσωδία της γυναίκας τους ως το απόλυτο ερωτικό ελιξίριο. Είναι πασίγνωστη η φράση που έγραψε ο Ναπολέων Βοναπάρτης σε επιστολή του από το μέτωπο της Ιταλίας προς την σύζυγο του Ιωσηφίνα: «Σε τρεις μέρες θα είμαι στο Παρίσι. Μην πλυθείς…»