Aνασκαφικές έρευνες διεξάγονται για πρώτη φορά από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδος σε πολύ σημαντικό σπήλαιο της Μαγνησίας, το οποίο μετράει χιλιάδες χρόνια ζωής. Στόχος των ερευνών είναι η ανάδειξη και προστασία του συγκεκριμένου σπηλαίου, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου, στην Δημοτική Ενότητα Κάρλας και έχει πληγεί από την δράση αγνώστων. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία που έχουν στην διάθεσή τους οι αρχαιολόγοι, υπάρχουν σαφή δείγματα χρήσης του σπηλαίου κατά την μυκηναϊκή, αλλά και την νεολιθική περίοδο, ενώ σύμφωνα με γραπτές αναφορές του αείμνηστου Δημήτρη Θεοχάρη, εντοπίστηκαν τη δεκαετία του ’60 και ευρήματα της παλαιολιθικής περιόδου, χρονολόγηση που δεν επιβεβαιώνεται επί του παρόντος από τα ως τώρα ευρήματα. Στις προθέσεις της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδος είναι να κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος, προκειμένου να διαφυλαχθεί από την καταστροφική δράση των λαθρανασκαφέων, η οποία έχει προκαλέσει σημαντικές φθορές στο συγκεκριμένο σπήλαιο.
Ο πρώτος κύκλος της αρχαιολογικής έρευνας διεξήχθη στο διάστημα μεταξύ 10ης Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου και τα στοιχεία που έχουν προκύψει, μελετώνται από την αρμόδια Εφορεία. Η μικρής κλίμακας σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στο σπήλαιο του Αγίου Αθανασίου, στην περιοχή της λίμνης Κάρλας (Βοιβηίδος) του νομού Μαγνησίας, αν και προκλήθηκε κατά βάση από την εκτεταμένη λαθρανασκαφική δραστηριότητα που έχει επανειλημμένως διαπιστωθεί στο σπήλαιο, εντάσσεται, εντούτοις, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα καταγραφής, αποτύπωσης και μελέτης των σπηλαίων και βραχοσκεπών στην περιοχή της λίμνης Κάρλας που έχει πρόσφατα εγκαινιάσει η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδος με προϊστάμενο τον Ανδρέα Ντάρλα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων είναι ένα από τα σημαντικά σπήλαια τόσο της περιοχής της Κάρλας όσο και της Μαγνησίας γενικότερα, τόσο λόγω των διαστάσεων, του διακόσμου αλλά και των αρχαιολογικών ευρημάτων που περιέχει. Είναι, κατά συνέπεια, ένα σπήλαιο που προσφέρει και αρχαιολογικές πληροφορίες, ενώ παράλληλα διακρίνεται για την φυσική του ομορφιά.
Παρότι η έρευνα βρίσκεται σε προκαταρκτικό στάδιο, εντούτοις υπάρχουν αρκετά ευρήματα, κατά βάση κεραμικά, σφονδύλια, κομβία κ.λ.π., που χρονολογούνται κυρίως στην μυκηναϊκή εποχή, μεταξύ του 16ου και 12ου αιώνα πΧ, ενώ παράλληλα έχουν εντοπιστεί ευρήματα και προγενέστερων εποχών, όπως της νεολιθικής, αλλά και μεταγενέστερων χρόνων (νομίσματα κ.α.). Στην παρούσα φάση είναι φύση αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς η ηλικία του σπηλαίου, δεδομένου ότι η ανασκαφή βρίσκεται, όπως προαναφέρθηκε, σε προκαταρκτικό στάδιο και εκτιμάται ότι θα προκύψουν περισσότερα στοιχεία στην πορεία των ερευνών.
Πολύ σημαντικό σπήλαιο
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε «για να προστατευθεί το σπήλαιο, να διασωθούν οι αρχαιολογικές μαρτυρίες από την εκτεταμένη λαθρανασκαφή και παράλληλα να υπογραμμιστεί η πολύ μεγάλη αρχαιολογική του σημασία» επισημαίνει ο Μιχάλης Κοντός, αρμόδιος αρχαιολόγος της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδος. Το σπήλαιο βρίσκεται σε υψόμετρο 220μ., στις δυτικές παρυφές του όρους Μαυροβουνίου, νοτιοανατολικά του υψώματος του Αγίου Αθανασίου, όπου βρίσκεται το ομώνυμο εκκλησάκι και διανοίγεται στα μάρμαρα της Πελαγονικής Ζώνης, βάσει της διαίρεσης του Ελληνικού χώρου σε Γεωτεκτονικές Ζώνες. Η είσοδος του σπηλαίου, μορφής αγωγού, έχει βορειοδυτικό προσανατολισμό και θέα την αποξηρανθείσα λίμνη, καθώς και του τμήματός της που έχει πρόσφατα επανασυσταθεί.
Η χαμηλή και σχετικά στενή είσοδος οδηγεί στο εσωτερικό του σπηλαίου, το οποίο αποτελείται από δύο θαλάμους, που επικοινωνούν μέσω στενής διόδου επτά περίπου μέτρων. Στον πρώτο θάλαμο του σπηλαίου δεν παρατηρείται μεγάλος αριθμός σπηλαιοθεμάτων, παρά μόνο λίγες κολώνες και κρούστες. Ο δεύτερος θάλαμος, αντίθετα, παρουσιάζει εξαιρετικά πλούσιο και πραγματικά εντυπωσιακό λιθωματικό διάκοσμο. Όλη η οροφή και τα τοιχώματα είναι καλυμμένα από διάφορα σπηλαιοθέματα, σταλακτίτες, σταλαγμίτες, κολώνες, μικρές λιθωματικές λεκάνες υπερχείλισης κ.λ.π. Το δάπεδο, που είναι επικλινές, διαμόρφωσαν οι έντονες καταπτώσεις ογκόλιθων (χαρακτηριστικό όλου του σπηλαίου) σε διάφορες περιόδους του παρελθόντος, οι οποίοι εν συνεχεία καλύφθηκαν από σταλαγμίτες και ανθρακικές κρούστες, αφήνοντας, όμως, ανάμεσά τους κενά σε πολλά σημεία και δημιουργώντας έτσι βαραθρώδη ανοίγματα, ορισμένα από τα οποία δεν έχουν ακόμα ερευνηθεί, λόγω των περιορισμένων τους διαστάσεων. Κατά συνέπεια δεν πρέπει να αποκλειστεί εντελώς η πιθανότητα να υπάρχουν και άλλες μικρές ή μεγάλες αίθουσες που δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα.
Το σπήλαιο είναι από παλιά γνωστό στην αρχαιολογική βιβλιογραφία, δεδομένου ότι ο Δημήτρης Θεοχάρης είχε πραγματοποιήσει ήδη από την δεκαετία του ’60 περιορισμένη έρευνα, αναφέροντας μάλιστα σε σχετικές προκαταρκτικές δημοσιεύσεις την περισυλλογή ευρημάτων που χρονολογούνται στην παλαιολιθική εποχή, καθώς και τον εντοπισμό στην πρώτη αίθουσα του σπηλαίου βραχογραφιών της ίδιας περιόδου. «Σε επανειλημμένες αυτοψίες κλιμακίων της Υπηρεσίας μας, από το 2004 έως και πρόσφατα, είχε διαπιστωθεί εκτεταμένη λαθρανασκαφική δραστηριότητα, η οποία είχε προκαλέσει σημαντική καταστροφή στις αρχαιολογικές επιχώσεις και το λιθωματικό διάκοσμο του σπηλαίου, ενώ κατά καιρούς, μάλιστα, περισυνελέγησαν από το εσωτερικό του εκσκαπτικά εργαλεία και σχετικός τεχνικός εξοπλισμός (γεωτρύπανο, γεννήτρια κ.α.)» υπογραμμίζει ο κ. Κοντός. Η σωστική ανασκαφή πραγματοποιήθηκε υπό την εποπτεία του αρχαιολόγου της Εφορείας Μιχάλη Κοντού, με συνεργάτη τον γεωλόγο Ιωάννη Βλασταρίδη. Συμμετείχε, επίσης, η αρχαιολόγος Ευανθία Καλαβριώτη και τριμελές συνεργείο ειδικευμένων τεχνιτών αποτελούμενο από τους Χρήστο Λογγίτση, Χαρίλαο Κουζιώκα και Δημήτρη Χατζηθεοδώρου. Η τοπογραφική αποτύπωση του σπηλαίου πραγματοποιήθηκε από τον τοπογράφο μηχανικό Βασίλη Καμπούρη και τον γεωλόγο Ιωάννη Βλασταρίδη, ενώ «πολύτιμη υπήρξε σε όλα τα στάδια οργάνωσης και εκτέλεσης της ανασκαφικής έρευνας η συνδρομή της ΙΓ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων» επισημαίνει ο αρχαιολόγος της Εφορείας Σπηλαιολογίας.
Προστασία από την λαθρανασκαφή
Η διενέργεια της ανασκαφής υπήρξε «εξαιρετικά δυσχερής τόσο λόγω του μικρού αριθμού των εργατών, όσο κυρίως εξαιτίας της ιδιαίτερα δύσκολης πρόσβασης στο σπήλαιο» αναφέρει ο υπεύθυνος της ανασκαφής, προσθέτοντας ότι «ερευνήθηκε πλήρως ένα τετράγωνο διαστάσεων 2×2 μ. και μερικώς ένα δεύτερο, λόγω της περιορισμένης χρονικής διάρκειας της ανασκαφής». Βασικό μέλημα κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο υπήρξε η αποτύπωση της πρώτης αίθουσας του σπηλαίου, η οποία και πλήττεται κυρίως από την δράση των λαθρανασκαφέων, η δημιουργία ανασκαφικού κανάβου, καθώς και η τοποθέτηση μεταλλικής θύρας στην είσοδο για την αποτροπή της ανεξέλεγκτης πρόσβασης στο εσωτερικό του. Όπως υπογραμμίζει στο σημείο αυτό ο κ. Κοντός « τα ίχνη της λαθρανασκαφής είναι ορατά και βάρβαρα. Άγνωστοι έχουν προκαλέσει πάρα πολύ μεγάλη καταστροφή, καθώς έχουν δημιουργήσει τεράστιες τρύπες στο σπήλαιο, σπάζοντας παράλληλα τμήματα του μητρικού βράχου. Είναι πολύ σημαντική, προσθέτει ο ίδιος, η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας, προκειμένου να αποτραπεί κάθε καταστροφική παρέμβαση στο μέλλον».
Οι επιχώσεις ήταν ως επί το πλείστον δευτερογενείς και αναμοχλευμένες από την δράση των λαθρανασκαφέων. Περισυνελέγη, εντούτοις, ικανή ποσότητα κεραμικής και αρκετά μικροευρήματα, όπως κωνικά κομβία από στεατίτη, ένα πήλινο αμφικωνικό σφονδύλι, χάλκινα νομίσματα κ.α. Η προκαταρκτική εξέταση των ευρημάτων, παρότι δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, τεκμηριώνει εντούτοις τη χρήση του σπηλαίου κατά τη νεολιθική και μυκηναϊκή περίοδο, ενώ μεμονωμένα ευρήματα μαρτυρούν περιστασιακή χρήση του και κατά τους κλασικούς – ελληνιστικούς χρόνους, καθώς και στην Ύστερη Αρχαιότητα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, παρά τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της Εφορείας, κρίνεται επιβεβλημένη η συνέχιση της ανασκαφής προκειμένου να εξαχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα για τις χρονικές περιόδους και το είδος της χρήσης του σπηλαίου του Αγίου Αθανασίου, το οποίο αναμφισβήτητα αποτελεί ένα πολύ σημαντικό φυσικό και αρχαιολογικό μνημείο της περιοχής της Κάρλας που πρέπει να μελετηθεί και να προστατευθεί.
Πηγή: «Ταχυδρόμος»