Θα πάω την Κυριακή, θα γυρίσω τη Δευτέρα. Κλείνω το εισιτήριο μόλις πέντε μέρες πριν: Θεσσαλονίκη -Ρώμη, 118 ευρώ με τη RyanAir. Δεν ακούγεται καθόλου άσχημο. Μόνο που κάπου εδώ, τελειώνει το θετικό μέρος του ρεπορτάζ. Ξεκινώ να κλείσω το εισιτήριο και αρχίζουν οι μικρές, πικρές χρεώσεις.
Θες να πληρώσεις με πιστωτική κάρτα αντί για χρεωστική; Τρία ευρώ πάνω. Θες να διαλέξεις από πριν πού θα κάθεσαι; 15 ευρώ για κάθε πτήση. Θες να σου στείλουν γραπτό μήνυμα με τα στοιχεία της πτήσης; 2 ευρώ ακόμα. Θες να επιβιβαστείς με το πρώτο γκρουπ επιβατών στο αεροπλάνο; 14 ευρώ έξτρα.
Και μετά, αρχίζουν τα τριψήφια: αν έχεις μαζί σάκο με ρακέτες του τένις, τσάντα του γκολφ ή εξοπλισμό για σκέιτμπορντ, 100 ευρώ. Μουσικό όργανο; Αλλα 100 ευρώ. Μπότες του σκι; 100 ευρώ ακόμα. Το καθισματάκι του μωρού για αυτοκίνητο; 20 ευρώ.
Η RyanAir μπορεί να είναι διάσημη για τα φθηνά της εισιτήρια σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά είναι επίσης διάσημη για τις κρυφές χρεώσεις της – αν, ας πούμε, ξεχάσεις να τυπώσεις το εισιτήριό σου από το σπίτι και πας στο γκισέ του αεροδρομίου χωρίς αυτό, θα σε χρεώσουν μέχρι και 100 ευρώ έξτρα!
Στην πραγματικότητα, τη στιγμή που αποφασίζεις να ταξιδέψεις με τη RyanAir αρχίζουν οι εκπλήξεις. Και δεν τελειώνουν μέχρι να κατέβεις από το αεροπλάνο.
Στο τρίτο «κλικ» του ποντικιού διαπιστώνω πως η βαλίτσα μου δεν συμπεριλαμβάνεται στην τιμή εισιτηρίου. Μπορώ να πάρω μαζί μου μόνο μία τσάντα στην καμπίνα επιβατών, μέχρι 10 κιλά. Το επόμενο «κλικ» είναι ακόμη πιο διαφωτιστικό: αν θέλω κανονική βαλίτσα, θα πρέπει να πληρώσω 40 ευρώ επιπλέον! Αποφασίζω να ταξιδέψω χωρίς βαλίτσα, αλλά στο επόμενο «κλικ» το παζάρι συνεχίζεται.
Τώρα αρχίζουν οι παράξενες προσφορές:
Θες να μιλάς στο κινητό όσο είσαι στον αέρα; RyanAir Talk, με οκτώ ευρώ την ώρα. Θες να βγάλεις από τώρα εισιτήριο από το αεροδρόμιο για το κέντρο της Ρώμης; 4 ευρώ. Θες να κάνεις το τουρ της Ρώμης όταν φτάσεις; 25 ευρώ. Θες να αγοράσεις βαλίτσα ή τσάντα ή σακίδιο; Από 40 έως 100 ευρώ. Θες να νοικιάσεις αυτοκίνητο; 50 ευρώ τη μέρα.
Κάθε πάτημα στο «continue» σε βγάζει και σε μια καινούργια σελίδα, που κάτι θέλει να σου πουλήσει. Εχω φτάσει στην πέμπτη σελίδα κι ακόμα δεν έχω υποκύψει σε κανένα πειρασμό. Και τότε, εμφανίζεται η λοταρία: «Παίξε με τη RyanAir για να κερδίσεις το ταξίδι σου και 15 λίρες βάουτσερ δώρο». Στο «θες να παίξεις;» πατάω «ναι». Και με την άκρη του ματιού μου βλέπω στην τιμή του εισιτηρίου δίπλα να προστίθενται «2 ευρώ χρέωση για παιχνίδι»!
Μου παίρνει περίπου δέκα λεπτά απανωτών «κλικ» για να φτάσω στη σελίδα όπου τελικά θα κλείσω το εισιτήριο, αλλά σκέφτομαι την τιμή – ευκαιρία των 118 ευρώ και κάνω υπομονή. Επιτέλους, κάποτε φτάνω στο τέλος. Πατάω το «Pay now», περιμένω όλο ανυπομονησία… και το σύστημα με πετάει έξω! «Sorry», μου γράφει, «έχουμε κάποια προβλήματα με την ιστοσελίδα μας». «Η κράτησή σας έχει κλειδωθεί».
Μισή ώρα μετά, που το σύστημα ξεμπλοκάρει, διαπιστώνω πως ακόμη δεν έχω κάνει κράτηση. Πως πρέπει να ξανακάνω, δηλαδή, όλη τη διαδικασία απ’ την αρχή. Και ακόμη δεν έχω καν δει το αεροπλάνο…
Όποιος μπει πρώτος κάθεται εκεί που θέλει
Αεροδρόμιο Μακεδονία. «Είστε για Ρώμη;». Γνέφω στην υπάλληλο της RyanAir. Τσεκάρει το εισιτήριο που έχω τυπώσει απ’ το σπίτι. «Ωραία, καθίστε εκεί μέχρι να ανοίξει η πύλη», λέει δείχνοντας ένα περιφραγμένο χώρο μπροστά στην πόρτα που βγάζει στον αεροδιάδρομο. Τη ρωτάω πότε θα μου δώσει τον αριθμό της θέσης μου στο αεροπλάνο. «Δεν θα έχετε συγκεκριμένη θέση», μου εξηγεί ευγενικά. «Αλλά αν θέλετε να διαλέξετε μια καλή θέση, να καθίσετε τώρα κοντά στην πύλη, ώστε μόλις ανοίξει, να τρέξετε για να προλάβετε». Για μια στιγμή νομίζω πως η υπάλληλος μου κάνει πλάκα. Μόνο που δεν γελάει. Κοιτώντας λοξά μήπως και χαμογελάσει ξαφνικά που με ξεγέλασε, πάω κοντά στην πύλη. Γύρω μου σιγά σιγά μαζεύεται το τσούρμο των επιβατών. Όλοι όρθιοι, σπρώχνουν ποιος θα κολλήσει πιο κοντά προς την πόρτα. Ύστερα από πέντε λεπτά σ’ αυτήν την κατάσταση, αρχίζω να σκέφτομαι πως η υπάλληλος δεν έκανε πλάκα.
Σιγουρεύομαι εντελώς τη στιγμή που ανοίγει η πύλη και νιώθω να με σπρώχνουν πενήντα άλλοι επιβάτες προς τα έξω. «Μα τι με κάνεις;» ακούω τον Θεσσαλονικιό δίπλα μου να λέει. Το σακίδιο της μπροστινής έχει χωθεί στο πλευρό του. Σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον περνάμε σαν αέρας το τελευταίο τσεκ και τρέχοντας πια, κατεβαίνουμε τα σκαλιά προς το λεωφορειάκι. Νιώθω πως αν σκοντάψω, οι πίσω θα με τσαλαπατήσουν. Ένα μικρό άλμα, και κολλάω στις πλάτες των άλλων στο λεωφορείο. Έτσι παστωμένοι ξεκινάμε για το αεροπλάνο. «Ελένη, άμα μπεις πρώτη να πιάσεις θέση», ακούω τη γυναίκα δίπλα μου. «Έννοια σου, θα τρέξω σαν τον άνεμο!», απαντάει η κόρη της.
Ξαφνικά, το λεωφορείο φρενάρει. Μέσα από το τζάμι πίσω από τα σώματα, βλέπω το αεροπλάνο. Οι πόρτες ανοίγουν. «Πάμε! Πάμε! Πάμε!», ακούω πίσω μου. Όλοι μαζί πεταγόμαστε έξω και τρέχουμε. Είναι σαν την απόβαση στη Νορμανδία, αλλά με βαλίτσες αντί για όπλα. Οι γέροι και οι χοντροί μένουν πίσω – αλλά όπως θα μάθω σύντομα, οι παχύσαρκοι αντιμετωπίζονται περίπου όπως η πανούκλα στις πτήσεις της RyanAir. Προς το παρόν, τρέχω στη σκάλα του αεροπλάνου και ορμάω σε μια τριάδα θέσεων να πιάσω το παράθυρο. Νιώθω μιαν αλλόκοτη ευτυχία που τα κατάφερα. Συνέρχομαι μόνο όταν βλέπω μια Ιταλίδα να χορεύει που πρόλαβε να καπαρώσει το κάθισμα στην έξοδο κινδύνου.
Ένας 18άρης Γερμανός έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Είναι πολύ αδύνατος, αλλά οι θέσεις είναι τόσο στενές, που αναγκαστικά κολλάει επάνω μου. Το μπλουζάκι μου μυρίζει ήδη γερμανικό αντηλιακό, το αεροπλάνο πια έχει γεμίσει ασφυκτικά, έχει ζέστη και πιτσιρικάδες και μπαγκάζια παντού. Είναι περίπου σαν το ΚΤΕΛ της Σαντορίνης τον Δεκαπενταύγουστο, μόνο που αυτό εδώ όπου να ‘ναι θα πετάξει.
Στον διάδρομο έχουν ξεμείνει εννέα όρθιοι, χωρίς θέση. «Φουλ;», ρωτάει ο μπρος αεροσυνοδός την πίσω. «Φουλ!», απαντάει εκείνη. Ο αεροσυνοδός μαζεύει τους εννέα και ξεκινάει διανομή. Περπατάει αργά και όπου βλέπει άδεια θέση, «You!», λέει και δείχνει έναν απ’ τους όρθιους. «Sit there!». Τον τρίτο στη σειρά, έναν εύσωμο νεαρό, δεν τον θέλει κανείς. «Γιατί σε μένα ο χοντρός;», κάνει ο Ελληνας που του κλήρωσε να κάτσει αριστερά του. Ο νεοφερμένος δεν καταλαβαίνει λέξη, αλλά έχει τον δικό του πόνο: ξεχειλίζει από το κάθισμα, τα μπράτσα της καρέκλας χώνονται στα πλευρά του. Ο τρίτος της τριάδας το φιλοσοφεί. «Ε, ας στριμωχτούμε», λέει όπως είναι σχεδόν κολλημένος στο τζάμι. «Και τι έγινε; Δεκαπέντε ευρώ πληρώσαμε το εισιτήριο».
Το βασανιστήριο με το σιδερένιο κουτί
Στο Ciampino, το δεύτερο αεροδρόμιο της Ρώμης, είναι σαν να μην υπάρχει άλλη αεροπορική εταιρεία. Εμείς στο γκισέ Α10, πετάμε με RyanAir για Θεσσαλονίκη, απέναντι ξεκινάει μια τεράστια ουρά που στριφογυρίζει σε όλη την αίθουσα αναμονής για να καταλήξει στο γκισέ για Γκέτεμποργκ και στο βάθος ήδη ετοιμάζεται για ταξίδι το τσούρμο για Αϊντχόβεν. Αυτοί οι επιβάτες της RyanAir είναι και οι πιο άτυχοι. Η υπάλληλος τους βάζει έναν έναν να χώνουν την τσάντα τους στο ειδικό σιδερένιο κουτί, να της αποδείξουν πως χωράει. «Επεσαν στη στρίγγλα», κάνει ο νεαρός δίπλα μου, ο Γιώργος, που έχει ξαναπετάξει με RyanΑir. Τον κοιτάζω με απορία. «Οι υπάλληλοι μόνο αν θέλουν σε ελέγχουν», λέει. «Αν θέλουν, μπορούν και να σου ζυγίσουν τη βαλίτσα». Ο νεαρός λέει πως το χειρότερο απ’ όλα «είναι να σου βγάλουν το χάρτινο κουτί. Εκεί δεν μπορείς να τη στριμώξεις τη βαλίτσα. Αν πας να τη βάλεις μέσα κι αυτό σκιστεί, πληρώνεις επί τόπου. Εκατό ευρώ ακόμα!». Αλλά βέβαια, μπορεί και να μη σου ζητήσουν τίποτε απ’ όλ’ αυτά. «Να, κοίτα εκεί», κάνει ο Γιώργος. Μου δείχνει την ουρά της RyanAir για Ντίσελντορφ. Μεγάλες και μικρές χειραποσκευές περνούν χωρίς κανέναν έλεγχο. Η υπάλληλος σταματάει μόνο μια γυναίκα με τρεις τσάντες. Οι υπόλοιποι επιβάτες την χαζεύουν όπως έχει πέσει στο πάτωμα και παλεύει να χωρέσει όλα της τα πράγματα σε μία τσάντα. «Και να τα καταφέρει, θα φρακάρει μετά η τσάντα της στο σιδερένιο κουτί», λέει ο Γιώργος. «Το οποίο είναι δύο πόντους πιο στενό από το αντίστοιχο της Ολυμπιακής. Για να πουλάει η RyanAir τις δικές της βαλίτσες, που είναι στο σωστό μέγεθος». «Τι γίνεται αν η τσάντα σου δεν χωράει;», τον ρωτάω. «Ο,τι γίνεται κάθε φορά που σε πιάνει λάθος η RyanAir: πληρώνεις», λέει ο Γιώργος. «Φθηνά εισιτήρια, πανάκριβα πρόστιμα». Στο αεροδρόμιο του Λονδίνου, λέει, είδε και ζυγαριές της RyanAir με… κερματοδέκτη: όποιος επιβάτης ήθελε να ξέρει αν είναι η βαλίτσα του υπέρβαρη πριν φτάσει στο γκισέ, έπρεπε να πληρώσει μισή λίρα για να τη ζυγίσει!
Αναρωτιέμαι τι απ’ όλ’ αυτά περιμένει τη δική μας πτήση. Είμαστε ήδη όρθιοι στην ουρά είκοσι λεπτά όταν, επιτέλους, έρχεται το προσωπικό να ανοίξει την πύλη. Πρώτοι περνούν οι τρεις νεαροί που έχουν κάνει priority booking – δηλαδή με 10 ευρώ παραπάνω, δικαιούνται να μπουν πρώτοι στο αεροπλάνο και να διαλέξουν όποια θέση τους αρέσει. Ο πρώτος περνάει γελαστός, ο δεύτερος το ίδιο, ο τρίτος όμως ακούει το «Just a moment, sir!». Ο υπάλληλος παίρνει την τσάντα του, που μοιάζει έτοιμη να εκραγεί απ’ τα πολλά ρούχα. Την πάει στο σιδερένιο κουτί. Ο νεαρός σηκώνει την τσάντα και προσπαθεί να τη βάλει ανάμεσα στα σίδερα. Βλέπω τον υπάλληλο που τον κοιτάζει με ύφος ματαιότητας. Ο νεαρός όμως επιμένει, τώρα χτυπάει με μανία την τσάντα του να χωθεί στο κουτί. Και ξαφνικά, το σίδερο υποχωρεί και η τσάντα γλιστράει μέσα ολόκληρη. «Ναιαιαι!», φωνάζει ο νεαρός και σηκώνει τα χέρια στον αέρα. Γυρίζει προς την ουρά των Ελλήνων. «Greece – Italy, one – zero!», φωνάζει δυνατά. Ο φίλος του, δυο μέτρα πιο ‘κει, κάνει αυθόρμητα σήμα να χειροκροτήσουμε. Οι επιβάτες γελώντας αρχίζουν τα παλαμάκια. Ο νεαρός με την τσάντα υποκλίνεται και μετά φεύγει για το αεροπλάνο καταχειροκροτούμενος. Πίσω του ο υπάλληλος της RyanAir πρέπει να έχει τρομάξει. Γιατί δεν τσεκάρει ούτε ζυγίζει καμία άλλη βαλίτσα της επαναστατημένης πτήσης μας.
Φόρεσαν… τις αποσκευές τους
«Τώρα φάτε τη σκόνη μας!». Είμαστε οι τυχεροί που κατάφεραν να μπουν στο πρώτο λεωφορείο προς το αεροπλάνο. Ο νεαρός δίπλα μου χοροπηδάει. Με το που κλείνουν οι πόρτες, κάνει απ’ το τζάμι χειρονομίες στους φίλους του που έμειναν πίσω, στον αεροδιάδρομο, να περιμένουν το δεύτερο λεωφορείο. «Κορόιδααα!», φωνάζει. Αυτό είναι κάτι που μαθαίνεις μετά την πρώτη πτήση με RyanAir: όποιος μπορέσει να μπει στο πρώτο λεωφορείο για το αεροπλάνο, διαλέγει πρώτος θέση, πράγμα που θεωρείται πολύ μεγάλη υπόθεση στις στριμωγμένες πτήσεις αυτής της εταιρείας.
Το λεωφορείο ξεκινάει. «Τώρα είμαστε πασάδες!», ακούω μια κυρία πίσω μου να λέει. «Ναι, και μοιάζουμε και με πασάδες!», της απαντάει η φίλη της. Γυρίζω να δω… και πράγματι, η γυναίκα παρουσιάζει ομοιότητα με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Φοράει δύο μαντίλια στον λαιμό, ένα πουλόβερ, ένα φούτερ, ένα δερμάτινο παλτό κι από πάνω μια ροζ ζακέτα. «Ζεσταίνομαι, όμως…», λέει στη φίλη της. «Κουράγιο, θα γδυθούμε στο αεροπλάνο», της απαντάει εκείνη. Η φίλη της είναι περίπου πενήντα ετών και έχει τυλιχτεί με ένα πουκάμισο, ένα τζάκετ, μια γούνινη ζακέτα, ένα μεταξωτό γιλέκο κι ένα χρυσό φουλάρι. Οι δύο γυναίκες δίνουν σαφή απάντηση στην απορία μου, πώς μπορεί ένας Έλληνας να πάει στη Ρώμη και να μην ψωνίσει τίποτα για να μη βαρύνει τη βαλίτσα του. Η απάντηση είναι «δεν μπορεί». Κι αυτό οδηγεί σε απίθανες μεταμφιέσεις στον δρόμο του γυρισμού.
Δεν υπάρχει τίποτε δωρεάν
Στην καμπίνα έχει ζέστη. «Κορακιάσαμε!», κάνει ο Έλληνας δίπλα μου. Με το που βγαίνουν τα τρόλεϊ με τα αναψυκτικά, τον βλέπω που αναθαρρεί. «One water!», λέει στον αεροσυνοδό σε άψογα ελληνοαγγλικά. Εκείνος του δίνει ένα μπουκαλάκι. «Τhree euros», του λέει.
Με το μπουκαλάκι στο χέρι, ο άνδρας μένει στήλη άλατος. «Τρία;», λέει και μετά ακολουθεί μια χυδαιότητα που σε κάνει να εύχεσαι ο αεροσυνοδός να μη μιλάει ελληνικά. «Τι λέει ρε ο φίλος;», συνεχίζει ο Έλληνας, «τρία λίτρα νερό θα έπαιρνα στην Ελλάδα με τρία γιούρο». Ο αεροσυνοδός τον κοιτάζει. «Three euros», ξαναλέει παγερά.
Η επανάσταση καταστέλλεται.
Ο άνδρας βγάζει ένα πεντάευρο και πριν καν βάλει στην τσέπη του τα ρέστα, πίνει με λύσσα το νερό. Στην τελευταία σταγόνα, «το “Ζαγόρι” είναι καλύτερο», τον ακούω που λέει μεσ’ απ’ τα δόντια του.
Αυτός είναι ένας ακόμη τρόπος να αυξηθούν τα κέρδη της RyanAir. Μέσα στο αεροπλάνο δεν υπάρχει τίποτα δωρεάν – το 2010 σκέφτηκαν μήπως χρεώσουν 1 ευρώ την επίσκεψη στις τουαλέτες! Τώρα ο καφές κάνει τρία ευρώ και το σάντουιτς πεντέμισι. Αλλά, βέβαια, οι βετεράνοι των πτήσεων χαμηλού κόστους έχουν πάρει τα μέτρα τους.
Το «κριτς κριτς» δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή πίσω μου. Ενας νεαρός Ιταλός τρώει φιστίκια με επικάλυψη καραμέλας. «Nuts from Rome!», μου λέει καθώς το «κριτς κριτς» συνεχίζεται κι εγώ τον κοιτάζω δολοφονικά.
Πηγή: kathimerini.gr