O Τζίμι Χέντριξ (James Marshall “Jimi” Hendrix, 27 Νοεμβρίου 1942–18 Σεπτεμβρίου 1970), γεννημένος ως Τζώνυ Άλλεν Χέντριξ, ήταν Αμερικανός κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης.
Θεωρείται από πολλούς ως ο κορυφαίος κιθαρίστας στην ιστορία της ροκ μουσικής. Ξεκίνησε το 1961 να παίζει διάφορους ρυθμούς μπλουζ της εποχής. Το 1966, μετέβη στο Λονδίνο όπου και δημιούργησε ως Τζίμι Χέντριξ, μαζί με τους Μιτς Μίτσελ στα τύμπανα και τον Νόελ Ρέντινγκ στο μπάσο, το φημισμένο συγκρότημά του, The Jimi Hendrix Experience, που γνώρισε τεράστια επιτυχία ξεκινώντας τις μεγάλες του εμφανίσεις από τη Γαλλία συνεχίζοντας σε άλλες πόλεις της Ευρώπης, με μεγάλες επιτυχίες τα τραγούδια “Hey, Joe'”, “Purple Haze” και “The Wind Cries Mary'”. Το 1968, το συγκρότημα διαλύθηκε και τον αμέσως επόμενο χρόνο, ο Χέντριξ συνέχισε με το συγκρότημα Band of Gypsys. Μια από τις πιο γνωστές του εμφανίσεις ήταν αυτή στο φεστιβάλ του Γούντστοκ στις 18 Αυγούστου του 1969, όπου, μεταξύ άλλων, παρουσίασε μια διασκευή του Εθνικού ύμνου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Τζίμι Χέντριξ χρησιμοποιώντας στο μέγιστο δυνατό τους ηλεκτρικούς ενισχυτές καθώς και τις δυνατότητες της μουσικής μίξης άνοιξε νέους ορίζοντες στο είδος αυτό της μουσικής με συνέπεια και να καθιερωθεί πολύ γρήγορα.
Βρέθηκε νεκρός στις 18 Σεπτεμβρίου 1970 στο ξενοδοχείο “Samarkand” στο Λονδίνο όπου διέμενε. Αν και ως αιτία θανάτου προσδιορίστηκε αναρρόφηση τροφών, οι συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατό του οφείλονταν σε υπερβολική λήψη βαρβιτουρικών. Ο τελευταίος άνθρωπος που ήταν μαζί του ήταν η Γερμανίδα σύντροφός του Μόνικα Ντάνεμαν.
Ο Τζίμι Χέντριξ γεννήθηκε με το όνομα Τζόνι Άλεν Χέντριξ στις 27 Νοεμβρίου 1942 στο Σιάτλ, από τον Αλ Χέντριξ και τη Λουσίλ Τζέτερ και ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια της οικογένειας. Ο Αλ Χέντριξ πολέμησε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αποστρατεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1945. Μετά την επιστροφή του άλλαξε το όνομα του πρωτότοκου γιου του σε Τζέιμς Μάρσαλ Χέντριξ.
Οι γονείς του πήραν διαζύγιο το 1951. Η μητέρα του πέθανε από κίρρωση του ήπατος στις Φεβρουαρίου 1958, λόγω μακροχρόνιων προβλημάτων εθισμού στο αλκοόλ. Την κηδεμονία του Τζίμι Χέντριξ ανέλαβε ο πατέρας του και τον μεγάλωσε στο Βανκούβερ μαζί με τη γιαγιά του. Τα τρία από τα πέντε αδέλφια του, αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας εκ γενετής, με τον Τζόζεφ να έχει πρόβλημα νοητικής στέρησης, την Κάθι να είναι τυφλή και την Πάμελα να έχει κινητικά προβλήματα.
Ο χωρισμός των γονιών του τον επηρέασε, ωθώντας τον να είναι πιο ντροπαλός και ευαίσθητος. Στα 15 του χρόνια αγόρασε την πρώτη του ακουστική κιθάρα έναντι πέντε δολαρίων, από ένα γνωστό του πατέρα του. Έμαθε να παίζει μόνος του, βλέποντας πώς έπαιζαν άλλοι κιθαρίστες και το 1959, ο πατέρας του του δώρισε την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα μάρκας “Supro Ozark”. Πρώτες του μεγάλες επιρροές ήταν ο Muddy Waters και ο B. B. King.
Στη συνέχεια, έγινε μέλος διάφορων τοπικών συγκροτημάτων, δίνοντας την πρώτη του συναυλία στο υπόγειο μίας Εβραϊκής συναγωγής, στο Σιάτλ. Το πρώτο του επίσημο συγκρότημα ήταν οι Velvetones, ενώ ακολούθησαν οι Rocking Kings με τον Χέντριξ να κερδίζει το κοινό παίζοντας την κιθάρα ενώ την κρατούσε πίσω από το κεφάλι του ή ανάμεσα στα πόδια του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, έγινε αποδεκτός στο “Garfield High School” αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του λόγω απουσιών. Κατά τη δεκαετία του ’90 του απονεμήθηκε, μετά θάνατον, τιμητικό δίπλωμα.
Στρατιωτική θητεία
Στα 19 του χρόνια, κατατάχθηκε στο στρατό για να αποφύγει τη σύλληψη λόγω του ότι οδηγούσε κλεμμένα αυτοκίνητα, με ημέρα κατάταξης τις 31 Μαΐου 1961. Μετά τη δίμηνη βασική εκπαίδευση, μετατέθηκε στην 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, στο Φορτ Κάμπελ του Κεντάκι. Η σκληρή εκπαίδευση των αλεξιπτωτιστών τον οδήγησε στο να ζητήσει από τον πατέρα του να του στείλει την κιθάρα του, με τον Χέντριξ να ασχολείται περισσότερο με αυτήν, παραμελώντας τα καθήκοντα του.
Εκεί, γνώρισε τον μπασίστα Μπίλι Κοξ, με τον οποίο συνεργάστηκαν σχηματίζοντας τους Casuals, οι οποίοι έπαιζαν σε τοπικά κλαμπ. Στις 11 Ιανουαρίου του 1962, ο Χέντριξ ολοκλήρωσε την εκπαίδευση του, αλλά ο χαρακτήρας του προκαλούσε δυσαρέσκεια στους ανωτέρους του, με την χαλαρή αντιμετώπιση των καθηκόντων του να του προκαλεί συχνά προβλήματα. Στις 29 Ιουνίου 1962, αποστρατεύτηκε λόγω ακαταλληλότητας. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος δήλωσε ότι η αποστράτευση του ήλθε μετά από στραμπούληγμα του αστραγάλου του κατά την 26η πτώση του με αλεξίπτωτο.
Πρώτες συνεργασίες
Στα τέλη του 1963, ο Χέντριξ σχημάτισε τους King Kasuals μαζί με τον Μπίλι Κοξ και μετακόμισαν στο Νάσβιλ όπου έπαιξαν για ένα μεγάλο διάστημα στο “Club del Morocco”. Στην επόμενη διετία, συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Ουίλσον Πικέτ, ο Σαμ Κουκ, ο Τζάκι Ουίλσον, κ.α.
Στις αρχές του 1964, παραιτήθηκε από τους King Kasuals και μετακόμισε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, μαζί με την κοπέλα του, Φέι. Λίγο αργότερα, κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό ερασιτεχνών μουσικών στο “Apollo Theater”, ενώ ξεκίνησε να συνεργάζεται με διάφορα συγκροτήματα της περιοχής. Έγινε μέλος των The Isley Brothers, με πρώτη του ηχογράφηση το σινγκλ “Testify“, το οποίο κυκλοφόρησε μέσω της δισκογραφικής εταιρείας “T-Neck” τον Ιούνιο του 1964. Μετά από μία περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Χέντριξ αποχώρησε από το συγκρότημα.
Το καλοκαίρι του 1964, βοήθησε στην ενορχήστρωση του τραγουδιού “Mercy Mercy” του Ντον Κόβεϊ το οποίο σκαρφάλωσε στο Top-40 του Billboard, πριν ενταχθεί στους Upsetters του Λιτλ Ρίτσαρντ, παίζοντας στο σινγκλ “I Don’t Know What You Got (But It’s Got Me)” το οποίο έφθασε στο # 92 των αμερικάνικων τσαρτ. Στη συνέχεια, συμμετείχε στο “My Diary” της Ρόζα Λι Μπρουκς, όπου γνώρισε και τον Άρθουρ Λι των Love.
Στα τέλη Ιουλίου του 1965, απολύθηκε από το σχήμα του Λιτλ Ρίτσαρντ λόγω διαφωνιών με τον τραγουδιστή και επανενώθηκε με τους The Isley Brothers, ηχογραφώντας το σινγκλ “Move Over and Let Me Dance” μέσω της “Atlantic”. Στη συνέχεια, έγινε μέλος των Curtis Knight and the Squires, με τους οποίους έπαιξε στο σινγκλ “How Would You Feel“.
Το 1966, σχημάτισε τους Blue Flame με τον 15χρονο κιθαρίστα Ράντι Γουλφ, τον μπασίστα Ράντι Πάλμερ και το ντράμερ Ντάνι Κάσεϊ. Το συγκρότημα έπαιξε εκτενώς σε κλαμπ της Νέας Υόρκης, μέχρι το Μάιο εκείνης της χρονιάς, όταν και διαλύθηκαν.
Jimi Hendrix Experience
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1966, ο Τζίμι Χέντριξ έφθασε στο Λονδίνο και τις επόμενες ημέρες έκανε οντισιόν για μπασίστα και ντράμερ. Στις 29 του μήνα γνώρισε τον Νόελ Ρέντινγκ, ο οποίος ανέλαβε το μπάσο ενώ μέχρι τότε έπαιζε κιθάρα, και μία εβδομάδα αργότερα το ντράμερ Μιτς Μίτσελ. Το όνομα “The Jimi Hendrix Experience” υιοθετήθηκε μετά από πρόταση του μάνατζερ τους, Μάικ Τζέφερι.
Το νεοσύστατο σχήμα έδωσε την πρώτη του συναυλία στις 13 Οκτωβρίου 1966 στο Εβρό της Γαλλίας μετά από πρόσκληση του Τζόνι Χαλιντέι. Μετά από άλλες τρεις ζωντανές εμφανίσεις επί γαλλικού εδάφους, οι Experience επέστρεψαν στην Αγγλία, όπου έγιναν γνωστοί για τις συναυλίες τους και τα υψηλά ντεσιμπέλ στα οποία έπαιζαν, όπως και για τη σπουδαία τεχνική κατάρτιση του Τζίμι Χέντριξ.
Τον Δεκέμβριο του 1966, κυκλοφόρησε το πρώτο τους σινγκλ, η διασκευή στο “Hey Joe” του Μπίλι Ρόμπερτς, το οποίο σκαρφάλωσε στο NO 6 των βρετανικών τσαρτ. Στις 11 Ιανουαρίου 1967, έπαιξαν ζωντανά στο κλαμπ “Bag O’ Nails”, με πληθώρα διασημοτήτων να βρίσκονται στο κοινό, με τον Χέντριξ να κερδίζει τον θαυμασμό μεγάλων μουσικών του είδους όπως ο Έρικ Κλάπτον, ο Μικ Τζάγκερ, ο Τζεφ Μπεκ, κ.α..
Στις 12 Μαΐου 1967, κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο “Are You Experienced?“, σκαρφαλώνοντας στη δεύτερη θέση στη Μεγάλη Βρετανία και την πέμπτη στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνοδευόμενο από τις Top-10 επιτυχίες “Purple Haze” και “The Wind Cries Mary“. Το άλμπουμ έχει πλέον βραβευθεί ως τετραπλά πλατινένιο.
Παρά τη μεγάλη αρχική τους επιτυχία στην Ευρώπη, οι Experience αναγνωρίστηκαν στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού μετά την εμφάνιση τους στο “Monterey International Pop Festival”, στις 18 Ιουνίου 1967. Στο τέλος της εμφάνισης τους, ο Χέντριξ έβαλε φωτιά στην κιθάρα του, επί σκηνής. Στη συνέχεια έπαιξαν για πέντε συνεχόμενες ημέρες στο “Fillmore West” του Σαν Φρανσίσκο, για να περιοδεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ανοίγοντας τις εμφανίσεις των The Monkees και ηχογραφώντας νέα κομμάτια για το δεύτερο τους άλμπουμ στα “Mayfair Studios” της Νέας Υόρκης.
Στις 1 Δεκεμβρίου 1967, κυκλοφόρησε ο δεύτερος τους δίσκος με τίτλο “Axis: Bold as Love“, σκαρφαλώνοντας στο Top-5 σε Βρετανία και Αμερική. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε μέσα στο 1967 με σκοπό να εκπληρώσουν τον όρο στο συμβόλαιο τους που τους υποχρέωνε να ηχογραφήσουν δύο δίσκους μέσα στο συγκεκριμένο έτος. Ο Χέντριξ δήλωσε απογοητευμένος από το εξώφυλλο του δίσκου, προτιμώντας να επεδείκνυε την προγονική του, ινδιάνικη παράδοση.
Ο τρίτος δίσκος του συγκροτήματος ηχογραφήθηκε στα “Record Plant Studios”, με τον Χέντριξ να ηχογραφεί και το μπάσο σε έξι από τα δεκαέξι κομμάτια του άλμπουμ, αφού ο Ρέντινγκ, έχοντας δημιουργήσει το προσωπικό του σχήμα με την ονομασία Fat Matress, δυσκολευόταν να καλύψει τις υποχρεώσεις του. Σε αυτή την περίοδο, ο κιθαρίστας ξεκίνησε να πειραματίζεται και με άλλους μουσικούς.
Στις 25 Οκτωβρίου 1968, κυκλοφόρησε το άλμπουμ με τίτλο “Electric Ladyland“, ανεβαίνοντας στην κορυφή του Billboard στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο δίσκος περιείχε τις επιτυχίες “Burning of the Midnight Lamp“, “All Along the Watchtower” και “Crosstown Traffic“, όπως και το “Voodoo Child (Slight Return)“, το οποίο κυκλοφόρησε μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, δύο χρόνια αργότερα ανεβαίνοντας στο no 1 στη Μεγάλη Βρετανία.
Στις αρχές του 1969, οι Experience περιόδευσαν στην κεντρική Ευρώπη, παίζοντας τις δύο τελευταίες τους ευρωπαϊκές συναυλίες στο “Royal Albert Hall” του Λονδίνου, στις 18 και 24 Φεβρουαρίου 1969.
Το συγκρότημα μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι συνεχείς διαφωνίες του Ρέντινγκ με τον Χέντριξ οδήγησαν τον πρώτο σε αποχώρηση, με τελευταία του εμφάνιση στο “Pop Festival” του Ντένβερ. Ο Χέντριξ κάλεσε τον παλιό του φίλο, Μπίλι Κοξ, μαζί με τον οποίο εμφανίστηκε στο “φεστιβάλ του Γούντστοκ“, μία εμφάνιση για την οποία παρέλαβε συνολικά 44.000 δολάρια. Το συγκρότημα εμφανίστηκε στις οκτώ το πρωί της τέταρτης ημέρας του φεστιβάλ, κλείνοντας τις εμφανίσεις των συγκροτημάτων μπροστά σε μικρότερο κοινό σε σύγκριση με τις προηγούμενες ημέρες. Στο set list του, περιλήφθηκε μία εκτέλεση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, ενώ φεύγοντας από τη σκηνή, ο κιθαρίστας λιποθύμησε.
Band of Gypsys