Χρόνια τώρα στην πατρίδα μας παίζει το θέμα του κατοχικού δανείου προς τους Γερμανούς 476 εκατ. γερμανικών αυτοκρατορικών μάρκων, που σήμερα αντιστοιχούν σε 40 δισ. ευρώ, χωρίς τόκους.
Έχουν ειπωθεί τόσο πολλά, ώστε δημιουργήθηκαν στους Έλληνες προσδοκίες που κανείς δεν ξέρει πόσο ισχυρή βάση έχουν. Η επίσημη κυβέρνηση δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση, με συνέπεια το θέμα να σέρνεται.
Από την άλλη μεριά, όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης το έκαναν σημαία τους και διατυμπανίζουν στον κόσμο ότι η οικονομική κρίση, που μαστίζει σήμερα την Ελλάδα, μπορεί να λυθεί εύκολα, αν πάρουμε πίσω εκείνα τα λεφτά, που με τους τόκους ξεπερνούν κατά πολύ το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Πράγματι, αυτή η αντίληψη είναι μια πολύ καλή θέση, αν όλα αυτά έχουν βάση, γιατί αλλιώς για άλλη μια φορά ο ελληνικός λαός θα βγει γελασμένος και οι πολιτικοί θα μας έχουν πουλήσει πάλι «φύκια για μεταξωτές κορδέλες».
Ας δούμε όμως πώς έχουν τα πράγματα στην ιστορική τους διαδρομή.
Πρωταρχικά είμαι υποχρεωμένος να δηλώσω ότι δεν είμαι ειδικός του διεθνούς δικαίου, ώστε αυτά που θα δούμε είναι απλώς μια κατάθεση όσων κυκλοφορούν σε όλες τις πλευρές.
Η Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν κήρυξε τον πόλεμο σε κανέναν. Δέχθηκε επίθεση από την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Βουλγαρία, ώστε βρέθηκε αμυνόμενη. Δηλαδή το ελληνικό έθνος διεξήγαγε έναν «δίκαιο πόλεμο», κατά τον οποίο μάτωσε και βρέθηκε, για τέσσερα χρόνια, σε κατοχή ξένων δυνάμεων. Οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους ήταν χιλιάδες και οι καταστροφές των υποδομών του κράτους αμέτρητες.
Η ναζιστική Γερμανία παραδόθηκε, άνευ όρων, στις 8 Μαΐου 1945, αλλά ουσιαστικά ο πόλεμος έκλεισε οριστικά στις 3 Οκτωβρίου 1990, όταν μπήκε σε ισχύ η συμφωνία των «2 συν 4» (Δυτική και Ανατολική Γερμανία + Αμερική, Σοβιετική Ένωση, Αγγλία, Γαλλία) και η ενωμένη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απέκτησε πάλι την αυτοκυριαρχία της (Sovereignty).
Στις 17 Ιουλίου 1945 άρχισε στο Potsdam της Γερμανίας η σύνοδος των τριών νικητριών δυνάμεων (Αμερική, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία), οι οποίες έκριναν την τύχη της ηττημένης Γερμανίας, που τελείωσε στις 2 Αυγούστου του ίδιου έτους. Εκεί ειπώθηκαν και ρυθμίστηκαν πολλά, αλλά δύο είναι τα σημεία που ενδιαφέρουν την Ελλάδα:
♦ Πρώτον, ότι δεν έκλεισε κάποιο «σύμφωνο ειρήνης», όπως εκείνο των Βερσαλλιών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918 στη Γαλλία. Αυτό το άφησαν οι σύμμαχοι για το μέλλον.
♦ Και, δεύτερον, ότι δεν ρυθμίστηκε ουσιαστικά το θέμα τον αποζημιώσεων των χωρών που κατάστρεψε η ναζιστική Γερμανία. Το μόνο που συμφώνησαν οι σύμμαχοι ήταν να ξηλώσουν (Dismantling) ό,τι θεωρούσαν χρήσιμο από τις γερμανικές ζώνες που είχαν παραχωρηθεί σε κάθε μια από αυτές. Βέβαια, τέθηκαν και χρηματικές επανορθώσεις προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά αυτές ήταν μικρές και άλλου χαρακτήρα, που ρυθμίστηκαν στη σύνοδο του Παρισιού στις 14 Ιανουαρίου 1946 (Pariser Reparationsabkommen) και που μάλλον ήταν για τα ανθρώπινα θύματα του πολέμου. Όλα τα άλλα θα ρυθμίζονταν μελλοντικά με το σύμφωνο ειρήνης που θα υπεγράφετο με τη Γερμανία.
Στις 27 Φεβρουάριο του 1953 έλαβε χώρα στο Λονδίνο η σύνοδος Αμερικής, Αγγλίας, Γαλλίας και Δυτικής Γερμανίας, προκειμένου να ρυθμίσουν τα εξωτερικά γερμανικά χρέη (Abkommen über deutsche Auslandsschulden). Το σύμφωνο αυτό προέβλεπε την αντιμετώπιση χρεών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και άλλων νέων των τριών συμμάχων. Το συμφωνηθέν ποσόν ανερχόταν στα 13,73 δισ. γερμ. μάρκα και αφορούσε 70 χώρες, από τις οποίες 21 παρουσιάζονταν εκεί ως συναλλασσόμενες.
Η ρύθμιση
Τα χρόνια πέρασαν, εν αναμονή του συμφώνου ειρήνης. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν δύο Γερμανίες, η πλούσια μεγάλη Δυτική και η μικρή φτωχή Ανατολική, οι οποίες στις επερχόμενες δεκαετίες αποζημίωναν αδρά τις νικήτριες χώρες. Τελικά το 1990 κατορθώθηκε η συμφωνία 2+4, με την οποία οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν. Όμως, όπως ειπώθηκε επίσημα, αυτή η συμφωνία δεν ήταν «σύμφωνο ειρήνης» κατά το διεθνές δίκαιο. Η ειρήνη λένε πως επετεύχθη με τη δημιουργία των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών μεμονωμένα. Αυτή η ρύθμιση ισχυρίζονται ότι είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και δεν περιλαμβάνει επανορθώσεις (Reparationen), ενώ το σύμφωνο ειρήνης θα έπρεπε να λάβει υπόψη του και αυτό το θέμα. Αυτήν την εξέλιξη την επιδίωξε η Γερμανία, όχι χωρίς λόγο.
Το 2010 και το 2013 το γερμανικό κόμμα των Linken της Γερμανίας (αριστεροί, προέκταση του Κ.Κ. της Αν. Γερμανίας) έκανε επερώτηση στην Bundestag για την τύχη του κατοχικού δανείου που πήραν τα ναζιστικά στρατεύματα από την Ελλάδα. Η πρώτη απάντηση είχε ως εξής:
«Η Γερμανία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχει καταβάλει στις πληγείσες χώρες μεγάλα ποσά για επανορθώσεις, σύμφωνα με το γενικό διεθνές δίκαιο, που χρησιμοποιήθηκαν για την αποζημίωση των υπηκόων τους. Με αυτές τις επανορθώσεις και άλλες συνεισφορές καλύφθηκε το πολλαπλάσιο του ποσού των 20 δισ. δολαρίων, που είχε προβλεφθεί στη σύνοδο της Γιάλτας, ως αποζημιώσεις. Περάν τούτου, επανορθώσεις, 60 χρόνια μετά τον πόλεμο, δεν υπάρχουν στην πράξη του διεθνούς δικαίου και γι’ αυτό θεωρούνται ιδιαίτερη περίπτωση».
Στη δεύτερη ειπώθηκαν τα ακόλουθα: «Η συμφωνία 2+4 ισχύει πλήρως και εμπεριέχει τη ρύθμιση των νομικών θεμάτων που προκάλεσε ο πόλεμος. Από αυτό συνάγεται ότι στο θέμα των επανορθώσεων δεν υπάρχει πλέον τίποτε προς ρύθμιση». Αντίθετα, οι Linken υποστήριξαν ότι, αφού στη συμφωνία αυτή δεν γίνεται λόγος για επανορθώσεις, τότε συνεχίζει να ισχύει το «σύμφωνο του Λονδίνου» του 1953, που κατοχυρώνει αυτές τις αξιώσεις.
Η γερμανική κυβέρνηση ανταπάντησε πως θεωρεί ότι «τα μέλη του ΟΑΣΕ, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, με την υπογραφή τους κάτω από τη “Χάρτα”, αναγνώρισαν επίσημα τη συμφωνία “2+4” και τις συνέπειές της». Όμως επ’ αυτού οι Linken αντέτειναν πως η αποδοχή τής εν λόγω συμφωνίας έχει πολιτική και όχι νομική ισχύ. Ακόμη επέμειναν ότι το δάνειο δεν υπάγεται στις επανορθώσεις, αλλά πρόκειται για καθαρά τραπεζική συναλλαγή. Αυτό το είχε αναγνωρίσει εξ άλλου και το Γ’ Ράιχ, που περί τα τέλη του πολέμου είχε αρχίσει να αποπληρώνει το δάνειο. Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης απάντησε: «Το δάνειο ανήκει τυπικά, δηλαδή, στο Πολεμικό Δίκαιο, στη “μάζα” των επανορθώσεων – ή, πιο συγκεκριμένα, στους λογαριασμούς επιβάρυνσης (Anlastungskonten) της κατεχόμενης χώρας, από το οποίο χρηματοδοτούνται οι δυνάμεις κατοχής» (βλέπε και «Το Βήμα», 9.2.14, σελ. Α 17).
Τελικά, οι Γερμανοί ισχυρίζονται ότι τα χρήματα που πήραν από την Ελλάδα, εν είδει δανείου, δεν ήταν δάνειο, αλλά αποτελούσαν ουσιαστικά Tribut, δηλαδή φόρο, όπως κατέβαλαν οι υποταγμένες χώρες στους κατακτητές Ρωμαίους. Με άλλα λόγια, ήταν το χαράτσι που έβαζαν οι σουλτάνοι στους κατακτημένους.
Το θέμα είναι ότι μέχρι σήμερα καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν χειρίστηκε το ζήτημα σωστά. Λόγια και μόνο σκόρπια λόγια. Βέβαια, τελευταία ανέθεσε σε μια ομάδα ανθρώπων να διερευνήσουν τα αρχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και να αποφανθούν. Αυτό μεν έγινε, αλλά η κυβέρνηση δεν δημοσίευσε το πόρισμα. Το σωστό θα ήταν όχι μόνο να εμπλακεί το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αλλά και να ανατεθεί σε διακεκριμένους επιστήμονες του διεθνούς δικαίου στο εξωτερικό να εκφέρουν γνώμη, γιατί το θέμα είναι λίαν σοβαρό. Έπειτα στην υπόθεση μπαίνει και ένα άλλο ζήτημα: Τι έγινε με τα λεφτά (χρυσό) όλων των άλλων Κεντρικών Τραπεζών των χωρών που οι Γερμανοί κατέλαβαν (Πολωνία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Δανία, Νορβηγία, Σερβία κ.λπ.); Εκεί τα άφησαν, δεν τα ακούμπησαν; Είναι σίγουρο ότι οι ναζιστές καταλήστευσαν κι αυτές τις χώρες, όταν ακόμη και σήμερα βρίσκονται κλεμμένοι θησαυροί (Μόναχο, Σάλτσμπουργκ) από κατακτημένες χώρες.
Εν πάση περιπτώσει, η κυβέρνηση οφείλει να κυνηγήσει το θέμα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, γιατί έχει σηκωθεί ήδη διεθνής κονιορτός, καθόσον το ηθικό πλεονέκτημα είναι με το μέρος μας, γεγονός που θα είναι πολύ χρήσιμο σε όλες τις μελλοντικές συναλλαγές μας με την κυβέρνηση του Βερολίνου. Ακόμη, θα ήταν προς το συμφέρον μας εάν σε αυτήν την περίπτωση ζητούσαμε τη συνδρομή της Αμερικής, επειδή συνέβαλε εποικοδομητικά στη λύση όλων των χρεών τόσο του Α’ όσο και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
* Ο Θ. Αυγερινός είναι συνταξιούχος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
πηγή : topontiki.gr